- δίπλωμα
- το (AM δίπλωμα)το να διπλώνει κανείς κάτινεοελλ.1. τσάκισμα, δίπλωση2. έγγραφο που αναγνωρίζει επίσημα μια ικανότητα, ειδικότητα, αξία, πτυχίο εκπαιδευτικού ιδρύματος ή αρχής που δίδεται μετά το τέλος τών σπουδών, πτυχίο («δίπλωμα ιατρικής»), «δίπλωμα παρασήμου»)3. φρ. α) «δίπλωμα ευρεσιτεχνίας» — προνομιακό έγγραφο που δίνει η πολιτεία σε έναν εφευρέτη για την αποκλειστική εκμετάλλευση τής εφευρέσεώς τουβ) «βλάκας με δίπλωμα» — εντελώς ηλίθιοςαρχ.1. διπλάσιο, διπλό2. διπλωμένο χαρτί, συστατική επιστολή, διαβατήριο3. έγγραφο που δίνει στους ταξιδιώτες ιδιαίτερα προνόμια κατά την πορεία τους μέσα από μια περιοχή4. έγγραφο που απονέμει το δικαίωμα εισπράξεως, εκμεταλλεύσεως φόρου, δασμού5. διπλόγραφο, αντίγραφο6. διπλό αγγείο (το ένα μέσα στο άλλο) ειδικό για την παρασκευή φαρμάκων.[ΕΤΥΜΟΛ. < διπλώ. Πρόκειται για λ. τής διοικητικής γλώσσας που χρησιμοποιείται για να δηλώσει χαρτί διπλωμένο ή πιθ. και διπλό. Η λ. έχει εισαχθεί και στις νεώτερες ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. αγγλ. diplomaγαλλ. diplome)].
Dictionary of Greek. 2013.